- κρούπεζαι
- κρούπεζαι, αἱ (Α)1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού-πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από φράση) < κρούω + πέζα (δωρ. και αρκαδ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. αργυρό-πεζα, οπότε η αρχ. σημ. τής λ. είναι «χτυπώ το πόδι» ή «χτυπώ με το πόδι»].
Dictionary of Greek. 2013.